Η βιταμίνη D είναι ευρέως γνωστή και ως η «βιταμίνη του ήλιου», καθώς, σε αντίθεση με άλλες βιταμίνες, έχει την ικανότητα ενδογενούς σύνθεσης μέσω του δέρματος όταν αυτό εκτίθεται στον ήλιο.
Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς ότι μιλώντας για ανεπάρκεια ή έλλειψη βιταμίνης D αναφερόμαστε σε χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία και η Σουηδία.
Ωστόσο τα ποσοστά ανεπάρκειας βιταμίνης D ακόμα και σε ηλιόλουστες χώρες όπως η Ελλάδα συνεχώς αυξάνονται.
Μάλιστα σε πρόσφατη μελέτη του 2018 σε ελληνικό και κυπριακό πληθυσμό φάνηκε ότι 7 στους 10 έχουν ανεπάρκεια βιταμίνης D.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθεί ότι υπάρχουν δύο κύριες μορφές της βιταμίνης D, η D2 ή αλλιώς εργοκαλσιφερόλη, η οποία συναντάται σε φυτικά προϊόντα (όπως π.χ. τα μανιτάρια) και η D3 ή αλλιώς χοληκαλσιφερόλη, η οποία συναντάται σε ζωικά προϊόντα (όπως π.χ. στα αυγά και στα ψάρια).
Στο παρελθόν, τόσο τα συμπληρώματα D2 όσο και τα συμπληρώματα D3 θεωρούνταν ότι βελτιώνουν το ίδιο τα επίπεδα της βιταμίνης D (25-υδρόξυ-βιταμίνη D) στον οργανισμό.
Ωστόσο, πρόσφατη μελέτη του 2017 σε γυναίκες έδειξε ότι η συμπληρωματική χορήγηση D3 είναι σχεδόν 2 φορές πιο αποτελεσματική σε σύγκριση με την D2.
Η μεγαλύτερη πηγή βιταμίνης D για τον ανθρώπινο οργανισμό είναι ο ήλιος.
Ενδεικτικά 5 με 30 λεπτά έκθεσης στην ηλιακή ακτινοβολία μεταξύ 10:00 και 15:00 μπορούν να οδηγήσουν σε παραγωγή 10.000 μονάδων (IU) βιταμίνης D σε ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα.
Προκύπτει, όμως, το εξής ερώτημα: Γιατί τα ποσοστά ανεπάρκειας βιταμίνης D είναι τόσο υψηλά σε μία χώρα, όπου ο ήλιος είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα;
Οι πιθανοί λόγοι είναι πολλοί και άμεσα συνδεδεμένοι με το σύγχρονο τρόπο ζωής.
Η αυξημένη παραμονή σε κλειστούς χώρους κατά τη διάρκεια της ημέρας λόγω εργασίας, η έντονη χρήση αντηλιακών, η ρύπανση της ατμόσφαιρας, η μειωμένη κατανάλωση τροφών πλούσιων σε βιταμίνη D, η παχυσαρκία και οι νόσοι που οδηγούν σε δυσαπορρόφηση θρεπτικών συστατικών από το έντερο είναι κάποιες από τις σημαντικότερες αιτίες ανεπάρκειας βιταμίνης D σήμερα.